απούντο

απούντο
κ. ιπούντο επίρρ.
1. ακριβώς, στην καθορισμένη ώρα
2. (γιά ποσό ή βάρος) ακριβώς τόσο
«απούντο δέκα οκάδες».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. appunto «ακριβώς»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”